- εὔαρκτος
- εὔαρκτος, ον, ([etym.] ἄρχω)A easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύαρκτος — εὔαρκτος, ον (Α) (για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρκτος (< άρχω), πρβλ. άν αρκτος, δύσ αρκτος] … Dictionary of Greek
εὔαρκτον — εὔαρκτος easy to govern masc/fem acc sg εὔαρκτος easy to govern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκτίδες — Οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν οι αρκούδες και τα συγγενικά σε αυτές γένη (θαλάσσαρκτος, μέλουρσος, εύαρκτος κλπ.). Τα είδη της οικογένειας αυτής διαφέρουν από τα άλλα σαρκοφάγα τόσο στην τροφή όσο και στις συνήθειες. Τα… … Dictionary of Greek